-
1 κηπουρικός
A of or for gardening, νόμοι, νόμιμον, Pl.Min. 316e, 317b; κηπουρικαὶ θύραι garden trellis, Thphr.HP7.4.5; κ. κτένες, πλατυλίσγιον, Ph.Bel.100.10, Apollod.Poliorc.220.18;κ. λάχανον Hippiatr.7
: κηπουρικά, τά, treatise on gardening by Caesennius, etc., Plin.HN1.19Ind.Auct., 19.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηπουρικός
См. также в других словарях:
κηπουρικός — ή, ό (ΑΜ κηπουρικός, ή, όν) [κηπουρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον κήπο ή στον κηπουρό και την τέχνη του (α. «κηπουρικά εργαλεία» β. «κηπουρικαὶ θύραι», Θεόφρ.) νεοελλ. μσν. το θηλ. ως ουσ. η κηπουρική η τέχνη τού κηπουρού, η… … Dictionary of Greek